
Τουρκικό δημοσίευμα αναφέρεται στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης, η οποία βρίσκεται στο νησί Χάλκη (τουρκική ονομασία Heybeliada) στη Θάλασσα του Μαρμαρά. Το κείμενο είναι στην αραβική γλώσσα και ενημερώνει τους Άραβες για το θέμα που έθιξε ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κατά τη συνάντησή του με τον Τούρκο πρόεδρο.
Ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δήλωσε ότι σύντομα θα συναντηθεί με τον πνευματικό ηγέτη των 300 εκατομμυρίων ορθόδοξων χριστιανών του κόσμου για να συζητήσουν την επαναλειτουργία της μεγάλης θεολογικής σχολής κοντά στην Κωνσταντινούπολη, η οποία είναι κλειστή για περισσότερα από 50 χρόνια.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έθεσε το ζήτημα κατά τη διάρκεια συνομιλιών με τον Ερντογάν στον Λευκό Οίκο την Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2025, λέγοντας ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε θέσει το ζήτημα όταν ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος, επισκέφθηκε τον πρόεδρο των ΗΠΑ μια εβδομάδα νωρίτερα.
Ποια είναι η ιστορία του σχολείου;
Η θεολογική σχολή, η οποία παρέμεινε κλειστή για περισσότερο από μισό αιώνα, αποτελεί μια πολύτιμη κληρονομιά του ορθόδοξου κόσμου και πηγή πολύπλευρης πολιτικής, πολιτιστικής και διπλωματικής συζήτησης στην Τουρκία.
Οι δηλώσεις του Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχουν επαναφέρει το ζήτημα της σχολής στο προσκήνιο της συζήτησης.
Το ιστορικό ίδρυμα, που συνδέεται με το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο Φανάρι, ιδρύθηκε για την εκπαίδευση κληρικών, αλλά έχει ξεπεράσει την ιδιότητά του ως απλό κέντρο θρησκευτικής εκπαίδευσης και έχει γίνει σύμβολο που αντανακλά τη θέση της Τουρκίας στη διεθνή διπλωματική σκηνή.
Για να κατανοήσουμε (γράφει το τουρκικό δημοσίευμα) την περίπλοκη ιστορία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, πρέπει να λάβουμε υπόψη παράγοντες όπως η επίσημη ιδεολογία, οι νόμοι και η εξωτερική πολιτική.
Οι ρίζες του σχολείου στο νησί της Χάλκης ανάγονται στην ιστορία του νησιού, όπου βρίσκεται η ιστορική Μονή της Αγίας Τριάδας. Ορισμένες πηγές ανάγουν την προέλευσή του στη Βυζαντινή περίοδο, φέροντας μια βαθιά πνευματική κληρονομιά.
Μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, το μοναστήρι συνέχισε να χρησιμεύει ως σημαντικό πνευματικό κέντρο για την ελληνορθόδοξη κοινότητα και με την πάροδο του χρόνου έγινε η φυσική τοποθεσία για ένα κέντρο εκπαίδευσης κληρικών.
Η επίσημη ημερομηνία ίδρυσης της σχολής είναι η 1η Οκτωβρίου 1844, υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριάρχη Γερμανού Δ΄. Κατά την ίδρυσή της, έφερε το όνομα «Ανώτερη Σχολή Ορθόδοξης Θεολογίας», αλλά με την πάροδο του χρόνου έγινε ευρέως γνωστή ως «Σχολή του Κλήρου» ή «Ruhban Okulu».
Εκείνη την εποχή, η πολυπολιτισμική κοινωνική δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επέτρεπε στις μειονότητες να ιδρύσουν θρησκευτικά και εκπαιδευτικά ιδρύματα εντός των κρατικών περιορισμών. Το σεμινάριο είχε σχεδιαστεί ώστε να περιλαμβάνει ένα τετραετές πρόγραμμα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ακολουθούμενο από θεολογική εκπαίδευση, με στόχο την προώθηση της θεολογικής ενότητας εντός του ορθόδοξου κόσμου και την τυποποίηση των εκπαιδευτικών προτύπων.
Η αρχιτεκτονική του σχολείου επηρεάστηκε από ιστορικά γεγονότα, ιδιαίτερα από τον μεγάλο σεισμό της Κωνσταντινούπολης του 1894, ο οποίος κατέστησε αναγκαία την ανοικοδόμηση με σημαντική οικονομική υποστήριξη από εξέχουσες προσωπικότητες της ελληνικής κοινότητας, διατηρώντας παράλληλα το οθωμανικό-ελληνικό αρχιτεκτονικό στυλ που επικρατούσε εκείνη την εποχή.
Το καθεστώς του σχολείου άλλαξε κατά τη διάρκεια της δημοκρατικής περιόδου και έκλεισε το 1971
Το σχολείο υπέστη σημαντικές αλλαγές μετά την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923 και η πιο κοινή του ονομασία έγινε «Heybeliada Ruhban Okulu». Αν και συνέχισε να διοικείται από το Πατριαρχείο, η νέα δημοκρατία στην Τουρκία ενίσχυσε τις πολιτικές συγκεντρωτισμού και ελέγχου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η εκπαίδευση συνεχίστηκε με ατομικές άδειες σύμφωνα με τον Νόμο περί Ιδιωτικών Σχολείων. Το σχολείο δεν απαιτούσε γενική αναγνώριση μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης, αλλά λειτουργούσε σύμφωνα με το σύστημα που ίσχυε για τα ιδιωτικά και τα μειονοτικά σχολεία.
Σύμφωνα με τον Νόμο περί Κληροδοτημάτων του 1935, το σχολείο συμπεριλήφθηκε στα συνημμένα κληροδοτήματα και έλαβε επίσημο νομικό καθεστώς στις 12 Μαρτίου 1936.
Παρά το τριετές πρόγραμμα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και τα τέσσερα χρόνια θεολογικής μελέτης, συνέχισε να αντιμετωπίζεται ως γυμνάσιο μέχρι το 1950.
Με την πάροδο του χρόνου, το σχολείο υπόκειται σε κρατική εποπτεία και σε μεταβαλλόμενους κανονισμούς σχετικά με το πρόγραμμα σπουδών, τις προϋποθέσεις εισαγωγής και το διδακτικό προσωπικό, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης εισόδου αλλοδαπών φοιτητών το 1964 για λόγους ασφαλείας, και επηρεάστηκε από μεταγενέστερους νόμους περί ιδιωτικής εκπαίδευσης, όπως ο νόμος αριθ. 625 του 1965.
Απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου και ο αντίκτυπός στο κλείσιμο της Σχολής
Η πιο σημαντική νομική απόφαση που επηρέασε το μέλλον του σχολείου ήταν η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 12ης Ιανουαρίου 1971, η οποία ακύρωσε ορισμένες διατάξεις του Νόμου περί Ιδιωτικής Εκπαίδευσης σχετικά με την ίδρυση ιδιωτικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, επιβάλλοντας τη σύνδεση όλων αυτών των ιδρυμάτων με δημόσια πανεπιστήμια ή το κλείσιμό τους.
Το τουρκικό κράτος προσέφερε στο Πατριαρχείο δύο επιλογές:
Να συνδέσει το σχολείο με ένα δημόσιο πανεπιστήμιο ή να το κλείσει.
Το Πατριαρχείο αρνήθηκε να ενταχθεί στην κρατική εποπτεία, επιμένοντας στο ανεξάρτητο καθεστώς του σχολείου, γεγονός που οδήγησε στο επίσημο κλείσιμό του το 1971.
Μετά το κλείσιμο, το κτιριακό συγκρότημα συνέχισε να χρησιμοποιείται ως χώρος για συνέδρια, σεμινάρια και επισκέψεις.
Ενώ η απόφαση παραμένει αμφιλεγόμενη, ορισμένοι πιστεύουν ότι προήλθε από το ίδιο το Πατριαρχείο, ενώ άλλοι πιστεύουν ότι πολιτικοί παράγοντες και διεθνείς δεσμεύσεις, όπως η Συνθήκη της Λωζάνης, έπαιξαν ρόλο.
Οι τρέχουσες προκλήσεις της επαναλειτουργίας των σχολείων
Σήμερα, η άρνηση του Πατριαρχείου να υποβάλει το σχολείο σε κρατική εποπτεία αποτελεί το σημαντικότερο εμπόδιο για την επαναλειτουργία του, καθώς η τουρκική νομοθεσία απαιτεί τα πανεπιστήμια να συνδέονται με το Συμβούλιο Ανώτατης Εκπαίδευσης (YÖK). Το Πατριαρχείο επιμένει στη συνεχή ανεξαρτησία του σχολείου ως διεθνούς εκπαιδευτικού ιδρύματος, καθιστώντας την επαναλειτουργία του ένα πολύπλοκο νομικό και πολιτικό ζήτημα.
Η κατάσταση του σχολείου μετά το 1971 και οι προσπάθειες επαναλειτουργίας του
Το κτιριακό συγκρότημα υποβλήθηκε σε αρκετές εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης μετά το κλείσιμό του, με προτεινόμενα έργα αποκατάστασης. Από τη δεκαετία του 1990, το ζήτημα της επαναλειτουργίας του σχολείου παραμένει στην ημερήσια διάταξη στην Τουρκία, με το καθεστώς του σχολείου να παραμένει ένα ζωηρό θέμα στα μέσα ενημέρωσης και την κοινωνία.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως έκανε αρκετές προσπάθειες για την επαναλειτουργία του σχολείου, δίνοντας έμφαση σε τρεις κύριους όρους:
Η διεθνής εξωστρέφεια του σχολείου: Πρέπει να είναι ανοιχτό σε φοιτητές από όλο τον κόσμο, μετατρεπόμενο σε ένα διεθνές θεολογικό κέντρο ικανό να προετοιμάσει ένα παγκόσμιο πνευματικό στελεχιακό δυναμικό.
Διοικητική ανεξαρτησία από το κράτος: να διασφαλιστεί η συνέχεια της θρησκευτικής εκπαίδευσης μακριά από οποιεσδήποτε πολιτικές ή γραφειοκρατικές πιέσεις.
Εποπτεία του προγράμματος σπουδών και του διδακτικού προσωπικού: για να διασφαλιστεί η διατήρηση της ιδεολογικής και πνευματικής του γραμμής.
Ωστόσο, η Άγκυρα δεν έχει παραιτηθεί από τις εποπτικές της εξουσίες επί των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δημιουργώντας συνεχιζόμενη σύγκρουση με τους όρους του Πατριαρχείου.
Παρ’ όλα αυτά, οι υπουργικές δηλώσεις κατά την περίοδο 2024-2025, συμπεριλαμβανομένης μιας επίσκεψης του Υπουργού Παιδείας στο σχολείο, έχουν αναζωπυρώσει κάποια ελπίδα ότι η κατάσταση του σχολείου θα μπορούσε να βελτιωθεί και η επαναλειτουργία του θα μπορούσε να επανεξεταστεί στο μέλλον, καταλήγει ο Τουρκικός Τύπος.

—
ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ – Echedoros.blog